- καταμέλλω
- καταμέλλω (Α)(ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek